ἐπιγλωσσίδος

ἐπιγλωσσίδος
ἐπιγλωσσίς
valve which covers the larynx
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγλωττίδος — ἐπιγλωσσίδος , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”